γνωρίσματα

γνωρίσματα
γνώρισμα
that by which a thing is made known
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γνωρίσμαθ' — γνωρίσματα , γνώρισμα that by which a thing is made known neut nom/voc/acc pl γνωρίσματι , γνώρισμα that by which a thing is made known neut dat sg γνωρίσματε , γνώρισμα that by which a thing is made known neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίσματ' — γνωρίσματα , γνώρισμα that by which a thing is made known neut nom/voc/acc pl γνωρίσματι , γνώρισμα that by which a thing is made known neut dat sg γνωρίσματε , γνώρισμα that by which a thing is made known neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • познаниѥ — ПОЗНАНИ|Ѥ (20), ˫А с. 1.Действие по гл. познати в 1 знач.: истиньнѡѥ пѡзнаниѥ. бж(с)твены˫а волѧ. (ἡ… κατάληψις) МПр XIV2, 49 об.; прм҃дрости большеѥ позна(н)е… знаемо. (γνώρισμα) ГБ к. XIV, 56а; | образн …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CREPUNDIA — dicta sunt quibus infantes expositi vel adulti ludebant. Iis enim, qui exponebantur, Crepundia, quibus agnoscerentur grandaevi, addi solebant, seu γνωρίσματα, raro nudis relictis. Monumenta Terentio, Eun. Act. 4. sc. 6. v. 15. In quae verba… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”